Μπεγκίν, Μεναχέμ — (Μπρεστ Λιτόφσκ Πολωνίας 1913 – 1992). Ισραηλινός πολιτικός. Σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας. Νεότατος εντάχθηκε στην εθνικιστική σιωνιστική νεολαία Μπετάρ. Κατά το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο εκτοπίστηκε στη Σιβηρία (1939), ενώ το 1942… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Καμπ Ντέιβιντ — (Camp David). Η εξοχική κατοικία του προέδρου των ΗΠΑ. Κατασκευάστηκε από την Υπηρεσία Εθνικών Πάρκων το καλοκαίρι του 1942, κατόπιν εντολής του προέδρου Φράνκλιν Ντελάνο Ρούζβελτ, και ονομάστηκε αργότερα Κ.Ν. από τον πρόεδρο Ντουάιτ Αϊζενχάουερ … Dictionary of Greek
Νταγιάν, Μοσέ — (Mose Dajan, Ναχαλάλ, Παλαιστίνη 1915 – Ιερουσαλήμ 1981). Ισραηλινός πολιτικός και στρατηγός. Το 1929 κατατάχτηκε στην ιουδαϊκή πολιτοφυλακή (Χαγκάνα) και το 1941 συμμετείχε στις επιχειρήσεις του συμμαχικού στρατού στο συριακό μέτωπο εναντίον των … Dictionary of Greek
Σαντάντ, Άνουαρ — Αιγύπτιος στρατιωτικός και πολιτικός (1918 1982). Απόφοιτος της Σχολής Πολέμου του Καΐρου, υπηρέτησε στο στρατό ως αξιωματικός. Στα χρόνια του Φαρούκ, πήρε μέρος στην αντίσταση εναντίον των Άγγλων, δραστηριότητα για την οποία και φυλακίστηκε.… … Dictionary of Greek