μπεγκίν

μπεγκίν
(beguin). Λαϊκός χορός, που προέρχεται πιθανά από τη Μαρτινίκα. Το κύριο βήμα, σε δυο χρόνους, συνίσταται στη μεταφορά του ποδιού από μια παράλληλη και κοντά στο άλλο θέση, σε μια θέση ελαφρά μετατοπισμένη προς τα εμπρός για να επαναφερθεί κατόπιν στη θέση προς εκκίνησης. Το βήμα αυτό συνοδεύουν έντονες κινήσεις των ισχίων, ενώ οι ώμοι μένουν ακίνητοι. Γύρω στο 1930 ο χορός μ., που μέχρι τότε είχε διαδοθεί μόνο στη Λατινική Αμερική, εμφανίστηκε πολύ απλοποιημένος στις βορειοαμερικανικές και ευρωπαϊκές αίθουσες χορού. Ως χορός δωματίου όμως δεν είχε μεγάλη επιτυχία, γιατί γρήγορα επισκιάστηκε από άλλους πιο ζωηρούς και θεαματικούς χορούς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Μπεγκίν, Μεναχέμ — (Μπρεστ Λιτόφσκ Πολωνίας 1913 – 1992). Ισραηλινός πολιτικός. Σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας. Νεότατος εντάχθηκε στην εθνικιστική σιωνιστική νεολαία Μπετάρ. Κατά το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο εκτοπίστηκε στη Σιβηρία (1939), ενώ το 1942… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Καμπ Ντέιβιντ — (Camp David). Η εξοχική κατοικία του προέδρου των ΗΠΑ. Κατασκευάστηκε από την Υπηρεσία Εθνικών Πάρκων το καλοκαίρι του 1942, κατόπιν εντολής του προέδρου Φράνκλιν Ντελάνο Ρούζβελτ, και ονομάστηκε αργότερα Κ.Ν. από τον πρόεδρο Ντουάιτ Αϊζενχάουερ …   Dictionary of Greek

  • Νταγιάν, Μοσέ — (Mose Dajan, Ναχαλάλ, Παλαιστίνη 1915 – Ιερουσαλήμ 1981). Ισραηλινός πολιτικός και στρατηγός. Το 1929 κατατάχτηκε στην ιουδαϊκή πολιτοφυλακή (Χαγκάνα) και το 1941 συμμετείχε στις επιχειρήσεις του συμμαχικού στρατού στο συριακό μέτωπο εναντίον των …   Dictionary of Greek

  • Σαντάντ, Άνουαρ — Αιγύπτιος στρατιωτικός και πολιτικός (1918 1982). Απόφοιτος της Σχολής Πολέμου του Καΐρου, υπηρέτησε στο στρατό ως αξιωματικός. Στα χρόνια του Φαρούκ, πήρε μέρος στην αντίσταση εναντίον των Άγγλων, δραστηριότητα για την οποία και φυλακίστηκε.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”